λογιότατο

λογιότατο
okumuş, (eski) öğretmen

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λογιοτατίζω — [λογιότατος] 1. θέλω να φαίνομαι λογιότατος, υποκρίνομαι ή παριστάνω τον λογιότατο 2. είμαι σχολαστικός, όπως οι λογιότατοι, είμαι οπαδός τού λογιοτατισμού …   Dictionary of Greek

  • Τυρναβίτης, Αλέξανδρος — (Τίρναβος 1711 – Βουκουρέστι 1761). Δάσκαλος του Γένους. Γιος ιερέα, σπούδασε θεολογία και φιλοσοφία κοντά στους Ιωαννίτες δασκάλους και στον Μακάριο τον Πάτμιο· στο διάστημα 1740 55 δίδαξε στη σχολή που είχε ιδρύσει στην ιδιαίτερη πατρίδα του ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”